ραβάσιν

ραβάσιν
τὸ, Μ
ξύλο για μέτρημα, για λογαριασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. ravas].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ραβασάκι — και ραβάσι, το, Ν σύντομη ερωτική επιστολή που δίνεται ή στέλνεται κρυφά στον αγαπημένο ή στην αγαπημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού μσν. ραβάσιν* «ξύλο για μέτρημα, για λογαριασμό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”